-
1 исполнение
исполнение с 1) η πραγμα τοποίηση, η εκτέλεση, η εκπλήρωση (долга и т. п.) 2) муз., театр, η εκτέλεση, η απόδοση* * *с1) η πραγματοποίηση, η εκτέλεση, η εκπλήρωση (долга и т. п.)2) муз., театр. η εκτέλεση, η απόδοση -
2 исполнение
исполнен||иес1. ἡ πραγματοποίηση[-ις] / ἡ ἐκπλήρωση [-ις], ἡ ἐκτέλεση [-ις] (приказания, долга и т. п.):\исполнение желаний ἡ πραγματοποίηση τών πόθων· проверка \исполнениеия ὁ Ελεγχος πραγματοποίησης· приступать к \исполнениеию обязанностей ἀναλαμβάνω τά καθήκοντα· приводить в \исполнение ἐκτελώ, πραγματοποιώ·2. муз., театр. ἡ ἐκτέλεση [-ις], τό παίξιμο:в чьем-л. \исполнениеии σέ ἐκτέλεση τοῦ. -
3 несение
-я ουδ.εκτέλεση, εκπλήρωση•обязанностей εκτέλεση καθηκόντων•
несение караульной службы εκτέλεση καθηκόντων φρουράς (σκοπιάς).
-
4 исполнение
1. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση 2 (вид работы) η κατασκευήбрызгонепроницаемое - προστατευόμενη από ύδωρ/σταγόνεςвзрывозащищён-ное - см. взрывобезопасное -экспортное - για εξαγωγή 3 (муз.театр.) η ερμηνεία, η εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исполнение
-
5 невыполнение
η μη εκπλήρωσηη μη εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > невыполнение
-
6 неисполнение
η αθέτησηη μη εκπλήρωσηη μη εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неисполнение
-
7 выполнение
выполнение с η εκπλήρωση, η εκτέλεση, η υλοποίηση, η πραγματοποίηση (осуществление)* * *сη εκπλήρωση, η εκτέλεση; η υλοποίηση, η πραγματοποίηση ( осуществление) -
8 казнь
казнь ж η εκτέλεση смерт ная \казнь η θανατική ποινή* * *жη εκτέλεσηсме́ртная казнь — η θανατική ποινή
-
9 выполнение
выполн||ениес ἡ ἐκτέλεση, ἡ ἐκπλήρωση/ ἡ πραγματοποίηση (осуществление):\выполнение приказа ἡ ἐκτέλεση διαταγής· \выполнение обещания ἡ πραγματοποίηση ὑπόσχεσης· \выполнение до́лга ἡ ἐκπλήρωση τοῦ καθήκοντος. -
10 казнь
казн||ьж ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ θανάτωση[-ις]:смертная \казнь ἡ θανατική ἐκτέλεση· приговорить -к смертной \казньи καταδικάζω σέ θάνατο. -
11 невыполнение
невыполн||ениес ἡ μή ἐκπλήρωση [-ις], ἡ μή ἐκτέλεση [-ις]:\невыполнение плана ἡ μή ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου· \невыполнение обязательства ἡ μή ἐκπλήρωση ὑποχρεώσεως. -
12 недовыполнение
недовыполнениес ἡ ἐλλειπής (или ἡ "τελής) ἐκτέλεση [-ις], ἡ μισοεκτέλεση:\недовыполнение плана ἡ μή ἐκτέλεση τοῦ πλάνου. -
13 производств^
производств^с1. (изготовление) ἡ παραγωγή, ἡ κατασκευή:орудия \производств^а τά ἐργαλεία παραγωγής· средства \производств^а эк. τά μέσα παραγωγής· способ \производств^а ὁ τρόπος παραγωγής· промышленное \производств^ ἡ βιομηχανική παραγωγή· серийное \производств^ ἡ μαζική βιομηχανική παραγωγή· \производств^ зерна ἡ σιτοπαραγωγή, ἡ παραγωγή σιτηρών2. (выполнение) ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ διεξαγωγή:\производств^ опытов ἡ ἐκτέλεση πειραμάτων3. (предприятие) τό ἐργοστάσιο[ν], ἡ βιομηχανική ἐπιχείρηση. -
14 выполнение
-я ουδ.εκπλήρωση, εκτέλεση, πραγματοποίηση•выполнение плана εκπλήρωση του πλάνου•
выполнение задачи εκτέλεση της αποστολής•
обещаний εκπλήρωση των υποσχέσεων.
-
15 исправление
-я ουδ.1. επιδιόρθωση, επισκευή.2. διόρθωση, επανόρθωση (λάθους, χαρακτήρα κ.τ.τ.).διόρθωση (κειμένου, χειρογράφου κ.τ.τ.).3. εκτέλεση καθηκόντων•обязанностей секретаря η εκτέλεση των καθηκόντων του γραμματικού.
-
16 очерёдность
-и θ.διαδοχικότητα, η εκτέλεση με τη σειρά• τάξη, σειρά•очерёдность выполнения работ διαδοχικότητα (σειρά) στην εκτέλεση των εργασιών•
соблюдать очерёдность τηρώ τη σειρά•
в -и κατά (με) τη σειρά•
установить очерёдность καθιερώνω (καθορίζω) σειρά•
в порядке -и με τη σειρά.
-
17 свершение
-я ουδ.εκτέλεση• επίτευξη•свершение преступления εκτέλεση εγκλήματος•
свершение подвига επίτευξη ανδραγαθήματος.
|| πραγματοποίηση, επίτευγμα•великие -я τα μεγάλα επιτεύγματα.
-
18 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
19 задание
1. (поручение) η εντολ/ήвы-полнение - я εκτέλεση της - ής, определять - καθορίζω την -2. мат. η παράσταση 3. (упражнение, урок) η εργασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задание
-
20 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
См. также в других словарях:
εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… … Dictionary of Greek
εκτέλεση — η 1. πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εφαρμογή: Εκτέλεση καθήκοντος. – Εκτέλεση απόφασης. 2. (μουσ.), η απόδοση ή τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε τραγούδι ή μουσικό κομμάτι: Άψογη ήταν η εκτέλεση του τραγουδιού. 3. η θανάτωση: Η εκτέλεση έγινε χθες. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτελέσῃ — ἐκτελέω bring to an end aor subj mid 2nd sg ἐκτελέω bring to an end aor subj act 3rd sg ἐκτελέω bring to an end fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… … Dictionary of Greek
δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek